Λέξη: λογαριάζω
Σχετικές λέξεις: λογαριάζω
λογαριάζω συνώνυμα
Συνώνυμα: λογαριάζω
αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω, θεωρώ, αντιστοιχώ, συμφωνώ, μορφοποιώ, εκτιμώ, νομίζω, δίδω λογαριασμόν, συνυπολογίζω
Μεταφράσεις: λογαριάζω
λογαριάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calculate, count, figure, reckon, compute
λογαριάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suputar, computar, calcular, contar, cuenta, Número, Número de, contar con
λογαριάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berechnen, errechnen, ermessen, rechnen, kalkulieren, voraussagen, zählen, Graf, zählt, zu zählen
λογαριάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compter, calculons, supputer, calculez, nombrer, estimer, chiffrer, préjuger, calculer, computer, compte, Nombre de, comptez, comptent
λογαριάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calcolare, contare, Numero di, conteggio, conto, conta
λογαριάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medir, orçar, calcule, calcular, computar, contar, contagem, Quantidade, Quantidade de, contam
λογαριάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
berekenen, uitrekenen, rekenen, calculeren, tellen, optellen, tel, mee
λογαριάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассчитать, рассчитывать, вычислить, исчислять, полагать, вычислять, посчитать, счесть, скалькулировать, высчитывать, считать, подсчитывать, калькулировать, исчислить, высчитать, подсчет, счет
λογαριάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regne, telle, uttelling, teller, stole
λογαριάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beräkna, räkna, räknas, räknar, räkna med, lita
λογαριάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskea, kalkyloida, luottaa, lasketa, lasketaan, count
λογαριάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beregne, tælle, tæller, noget ud, noget ud af, noget
λογαριάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spočítat, vykalkulovat, předvídat, vypočítávat, propočítat, vypočítat, počítat, kalkulovat, Počet, spolehnout, počítají
λογαριάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oceniać, rachować, kalkulować, obliczyć, przypuszczać, wyrachować, obliczać, obrachować, wyliczyć, liczyć, policzyć, liczenie, zliczać, hrabia
λογαριάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számol, száma, számít, számítanak, számíthat
λογαριάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saymak, hesaplamak, sayılmasını, edilme sayısı, sayımı, sayım
λογαριάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рахувати, підраховувати, обчислювати, вважати, вважатимуться, уважати
λογαριάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akuzë, numëroj, llogaris, numërimin, mbështeteni
λογαριάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
броене, граф, броя, преброяване, брои
λογαριάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лічыць
λογαριάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arvutama, hindama, loendama, krahv, loota, arvestada, loe
λογαριάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izračunavamo, računati, sračunati, izračunati, brojati, lijevog strani, strani, računaju
λογαριάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reikna, telja, treyst, teljast, að telja, telur
λογαριάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suskaičiuoti, skaičiuoti, tikėtis, skaičius, pasikliauti
λογαριάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaitīt, skaits, rēķināties, paļauties, skaita
λογαριάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брои, смета, избројат, се смета, да смета
λογαριάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calcula, conta, Numar, Numar de, numere, contează
λογαριάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
računati, štetje, računajo, računamo, računate
λογαριάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počítať, rátať, vypočítať