Publik στα ελληνικά
Μετάφραση: publik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
![Publik στα ελληνικά Publik στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ee-gr-11132.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alasi στα ελληνικά - αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
- kahekordistamine στα ελληνικά - επικάλυψη, επικαλύψεων, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, η επικάλυψη
- kütkestama στα ελληνικά - συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
- mälestus στα ελληνικά - μνημειώδης, πελώριος, μνήμη, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
Τυχαίες λέξεις
Publik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου