Publik στα ελληνικά

Μετάφραση: publik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Publik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alasi στα ελληνικά - αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
  • kahekordistamine στα ελληνικά - επικάλυψη, επικαλύψεων, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, η επικάλυψη
  • kütkestama στα ελληνικά - συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
  • mälestus στα ελληνικά - μνημειώδης, πελώριος, μνήμη, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
Τυχαίες λέξεις
Publik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου