Puiklev στα ελληνικά
Μετάφραση: puiklev, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντροπαλός, σεμνότυφος, σεμνός, ύπουλος, δόλιος, διφορούμενος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allegooria στα ελληνικά - αλληγορία, αλληγορίας, την αλληγορία, η αλληγορία, της αλληγορίας
- jaatav στα ελληνικά - καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
- kurjakuulutav στα ελληνικά - απειλητικός, ολέθριος, απελπισμένος, δυσοίωνος, θλιβερός, απαίσιος, δυσοίωνη, ...
Τυχαίες λέξεις
Puiklev στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντροπαλός, σεμνότυφος, σεμνός, ύπουλος, δόλιος, διφορούμενος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Μεταφράσεις: ντροπαλός, σεμνότυφος, σεμνός, ύπουλος, δόλιος, διφορούμενος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση