Διφορούμενος στα εσθονικά

Μετάφραση: διφορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vältiv, keerutav, puiklev, ebaselge, mitmetähenduslik, kahemõtteline, ebamäärane, mitmeti mõistetav, mitmetähenduslikku
Διφορούμενος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διφορούμενος

διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος λεξικό γλώσσας εσθονικά, διφορούμενος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διστακτικότητα στα εσθονικά - kahtlus, kõhklus, kahevahelolek, kõhkluseta, kõhklemata, kõhklusi
  • διυλιστήριο στα εσθονικά - rafineerimistehas, rafineerimistehaste, rafineerimistehase, töötlemise heit-, rafineerimise
  • διχάζω στα εσθονικά - jaotama, lahutama, jagama, kahestama, Hargnemine kahte, Hargnemine kahte alla
  • διχασμός στα εσθονικά - diviis, divisjon, jaotus, jagamine, jagunemise, divisjoni, jagunemisel
Τυχαίες λέξεις
Διφορούμενος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vältiv, keerutav, puiklev, ebaselge, mitmetähenduslik, kahemõtteline, ebamäärane, mitmeti mõistetav, mitmetähenduslikku