Rafineeritud στα ελληνικά
Μετάφραση: rafineeritud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, Εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, Εκλεπτυσμένη, Εξευγενισμένα, εξευγενισμένη
Μεταφράσεις
- dokumentatsioon στα ελληνικά - τεκμηρίωση, τεκμηρίωσης, έγγραφα, φάκελο, εγγράφων
- külgnev στα ελληνικά - παρακείμενος, κοντινός, προσκείμενος, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, ...
- müüriladuja στα ελληνικά - κτίστης, τουβλάς, πλινθοκτίστης, πλινθοκτίστη, χτίστη
Τυχαίες λέξεις
Rafineeritud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, Εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, Εκλεπτυσμένη, Εξευγενισμένα, εξευγενισμένη
Μεταφράσεις: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, Εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, Εκλεπτυσμένη, Εξευγενισμένα, εξευγενισμένη