Καλλιεργημένος στα εσθονικά

Μετάφραση: καλλιεργημένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeruline, rafineeritud, kultiveeritud, kultiveeriti, kasvatati, kasvatatud, kasvatatakse
Καλλιεργημένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καλλιεργημένος

καλλιεργημένος συνώνυμο, καλλιεργημένοσ άνθρωποσ, καλλιεργημένος συνώνυμα, καλλιεργημένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, καλλιεργημένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καλεσμένος στα εσθονικά - külaline, st külalise, külalise, külastaja
  • καλκάνι στα εσθονικά - tups, pintslilöök, pritse, kammeljas, hariliku kammelja, kammelja, hariliku kammelja püügipiirangud, ...
  • καλλιεργώ στα εσθονικά - kasvatama, kultiveerima, harima, toitma, hellitama, kasvama, kasvada, ...
  • καλλιτέχνης στα εσθονικά - artist, kunstnik, tegevartist, esitaja, kunstniku, artisti
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργημένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: keeruline, rafineeritud, kultiveeritud, kultiveeriti, kasvatati, kasvatatud, kasvatatakse