Renoveerimine στα ελληνικά
Μετάφραση: renoveerimine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαίνιση, ενημέρωσης, ανακαίνισης, την ανακαίνιση, αναστήλωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjektiiv στα ελληνικά - επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- imbuma στα ελληνικά - φίλτρο, διηθώ, κρησαρίζω, νεροχύτης, νεροχύτη, νιπτήρα, βύθισης, ...
- jumalik στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- lähistroopiline στα ελληνικά - υποτροπικά, υποτροπικές, υποτροπικό, υποτροπικών, υποτροπική
Τυχαίες λέξεις
Renoveerimine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, ενημέρωσης, ανακαίνισης, την ανακαίνιση, αναστήλωση
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, ενημέρωσης, ανακαίνισης, την ανακαίνιση, αναστήλωση