Rentsel στα ελληνικά
Μετάφραση: rentsel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kindlalt στα ελληνικά - σφικτά, ακράδαντα, σταθερά, καλά, σθεναρά, γερά
- koristaja στα ελληνικά - καθαρίστρια, καθαριστής, θεριστής, θεριστική μηχανή, Reaper, θεριστή, θεριστική
- kütkestama στα ελληνικά - συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
- mütsinokk στα ελληνικά - ορίζοντας, καπέλο, το καπέλο, καπέλων, καπέλου, hat
Τυχαίες λέξεις
Rentsel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης
Μεταφράσεις: οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης