Rumm στα ελληνικά

Μετάφραση: rumm, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Rumm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adekvaatselt στα ελληνικά - επαρκώς, κατάλληλα, δεόντως, επαρκή, ικανοποιητικά
  • kaloss στα ελληνικά - ούλα, τα ούλα, κόμμεα, ούλων, των ούλων
  • muretu στα ελληνικά - ανέμελος, ξέγνοιαστος, αμέριμνος, ξένοιαστος, ξέγνοιαστες, ανέμελη, ξένοιαστες
  • münt στα ελληνικά - κέρμα, νομισματοκοπείο, μέντα, νόμισμα, νομίσματος, κερμάτων, κέρματος
Τυχαίες λέξεις
Rumm στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που