Saal στα ελληνικά
Μετάφραση: saal, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- andekas στα ελληνικά - ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
- asutus στα ελληνικά - ίδρυση, σώμα, θεσμός, ίδρυμα, γραφείο, Office, γραφείου, ...
- jahindus στα ελληνικά - κυνήγι, Κυνηγιού, Το κυνήγι, Θήρα, θήρας
- käsutama στα ελληνικά - διατάζω, εντολή, προστάζω, προσταγή, διαθέσει, απορρίπτετε, διαθέτει, ...
Τυχαίες λέξεις
Saal στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Μεταφράσεις: αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ