Seksuaalsus στα ελληνικά

Μετάφραση: seksuaalsus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Seksuaalsus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ebatõhus στα ελληνικά - αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικά, αναποτελεσματικό, αναποτελεσματικοί
  • loendus στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, Census, απογραφή του
  • menüü στα ελληνικά - κάρτα, μενού, το μενού, menu, του μενού, μενού του
Τυχαίες λέξεις
Seksuaalsus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα