Σεξουαλικότητα στα εσθονικά

Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seksuaalsus, seksuaalsuse, seksuaalsust, seksuaalsusega, seksuaalsusest
Σεξουαλικότητα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας εσθονικά, σεξουαλικότητα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σεξ στα εσθονικά - seks, sugu, soo, seksi, sex, soost
  • σεξουαλικός στα εσθονικά - seksuaalne, seksuaalse, seksuaalset, seksuaal-, seksuaalsest
  • σεπτός στα εσθονικά - kõrgeauline, auväärne, auväärse, auväärses, auväärsed, auväärsele
  • σερβάντα στα εσθονικά - puhvetkapp, servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: seksuaalsus, seksuaalsuse, seksuaalsust, seksuaalsusega, seksuaalsusest