Λέξη: βαφτιστικός

Σχετικές λέξεις: βαφτιστικός

βαπτιστικός σταυρός, βαπτιστικός σταυρός για αγόρι, βαφτιστικός 2012, βαπτιστικός σταυρός αγόρι, βαφτιστικός του σακελλαρίδη, βαφτιστικόσ μέγαρο μουσικήσ, βαφτιστικός μεγαρο, βαφτιστικός οπερέτα, βαφτιστικός υπόθεση, βαφτιστικός καμεράτα

Μεταφράσεις: βαφτιστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
godson, the godson, Vaftistikos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahijado, Godson, del ahijado, ahijado de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
patenkind, Patensohn, godson, Patenkind
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
filleul, Godson, Samouraï, Godson a
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figlioccio, Godson, il figlioccio, figlioccio di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afilhado, Godson, do Godson, o Godson, Godson do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
petekind, peetzoon, Godson, de peetzoon, peetzoon van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крестник, Godson, Годсон
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Godson, gudsønn
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Godson, gudson, godsonen, gudsons, gudsonen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kummipoika, Godson, kummipoikani, kummipoikamme, kummipojalle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Godson, gudsøn, Godson fra tænketanken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kmotřenec, Godson, kmotřenci, kmotřence
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chrześniak, Godson, Samuraj, chrześniakiem, chrześniaka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keresztfiú, keresztfiának, keresztfiad, keresztfiamat, keresztfia
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaftiz oğlu, godson, vaftiz, vaftiz oğlum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрещеник, Похресник, крестник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
famull
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръщелник, Godson
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хроснік, хросьнікамі, хрэсніка, хрэснік, хроснікам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristipoeg, partnerlus poeg, Godson
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kumče
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Guðsonur, Styrktarbarni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krikštasūnis, anūkas, Krustdēls, Chrześniak, Kryželiu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustdēls
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Godson, Годсон, Годсон од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fin, finul, godson, finul lui, finului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kumče, sorodnikom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kmotřenec, Odchovanec, krstný syn
Τυχαίες λέξεις