Stress στα ελληνικά
Μετάφραση: stress, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγχος, τόνος, στρες, τονίζω, πίεση, το άγχος, άγχους
Μεταφράσεις
- hoogsalt στα ελληνικά - υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, ...
- ilustamata στα ελληνικά - καραφλός, φαλακρός, αστόλιστος, ακόσμητες, unadorned, λιτή, απέριττο
- käekott στα ελληνικά - πορτοφόλι, τσάντα, τσαντών, την τσάντα, τσάντας, handbag
- liigkasuvõtja στα ελληνικά - τοκογλύφος, καρχαρίας, χρηματοπιστωτή, moneylender, εταιρείες δανεισμού, συριανού
Τυχαίες λέξεις
Stress στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγχος, τόνος, στρες, τονίζω, πίεση, το άγχος, άγχους
Μεταφράσεις: άγχος, τόνος, στρες, τονίζω, πίεση, το άγχος, άγχους