Supp στα ελληνικά

Μετάφραση: supp, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σούπα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα
Supp στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ebaseaduslikult στα ελληνικά - παράνομα, παρανόμως, παράνομη, παράνομης, των παρανόμως
  • edasilükkamatu στα ελληνικά - άμεσος, επείγων, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως
  • emotsionaalne στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
  • juurdepääs στα ελληνικά - πρόσβαση, μέθοδος, πύλη, πλησιάζω, προσπέλαση, προσέγγιση, προσεγγίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Supp στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σούπα, σούπας, σούπες, σούπα με, τη σούπα