Töövõtja στα ελληνικά

Μετάφραση: töövõtja, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργολάβος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Töövõtja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elastsus στα ελληνικά - ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
  • generaator στα ελληνικά - γεννήτρια, δημιουργό, Δημιουργός, γεννήτριας, της γεννήτριας
  • näitleja στα ελληνικά - παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
  • nõudepesulapp στα ελληνικά - Πανιά, πανιά για τα πιάτα, πετσέτες πιάτων, πανάκια, dishcloths
Τυχαίες λέξεις
Töövõtja στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργολάβος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο