Väärt στα ελληνικά

Μετάφραση: väärt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκλόγιμος, κατάλληλος, εκλέξιμος, άξιος, αξία, αξίζει, αξίζει να, που αξίζει, αξίζουν
Väärt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • debütant στα ελληνικά - ντεμπιτάντ, debutante, πρωτοεμφανιζόμενη, κατά πρώτον εμφανιζόμενη στην κοινωνία
  • epohh στα ελληνικά - εποχή, εποχής, την εποχή, εποχή που
  • luuleliselt στα ελληνικά - ποιητικά, ποιητικό, ποιητική, ποιητικό τρόπο, με ποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Väärt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκλόγιμος, κατάλληλος, εκλέξιμος, άξιος, αξία, αξίζει, αξίζει να, που αξίζει, αξίζουν