Väeliik στα ελληνικά
Μετάφραση: väeliik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρβις, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, υπηρεσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automaatne στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
- blokeerima στα ελληνικά - απενεργοποιώ, αχρηστεύω, φραγμός, στηρίγματα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, ...
- ilu στα ελληνικά - καλλονή, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
Τυχαίες λέξεις
Väeliik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρβις, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, υπηρεσία
Μεταφράσεις: σέρβις, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, υπηρεσία