Võimalus στα ελληνικά
Μετάφραση: võimalus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropoloogiline στα ελληνικά - ανθρωπολογική, ανθρωπολογικές, ανθρωπολογικής, ανθρωπολογικό, ανθρωπολογικά
- immitsema στα ελληνικά - κυλώ, ίζημα, στάζω, λάσπη, διαρρέω, εξιδρώματος, εξίδρωμα, ...
- isikupärastamine στα ελληνικά - Εξατομίκευση, Personalization, εξατομίκευσης, Προσωποποίησης, την Εξατομίκευση
- kergsüttiv στα ελληνικά - εύφλεκτος, εύφλεκτα, εύφλεκτο, εύφλεκτων, εύφλεκτες
Τυχαίες λέξεις
Võimalus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Μεταφράσεις: πιθανότητα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, ευκαιρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας