Λέξη: επιφανειακός
Σχετικές λέξεις: επιφανειακός
επιφανειακός συνώνυμα, επιφανειακός λεξικό, επιφανειακός άνθρωπος, επιφανειακός συνώνυμο, επιφανειακός αγγλικά, επιφανειακός ορισμός, επιφανειακός σεισμός
Μεταφράσεις: επιφανειακός
επιφανειακός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
superficial, surface, skin deep, surfactant
επιφανειακός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
somero, superficial, superficie, superficie de, la superficie, de superficie
επιφανειακός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
oberflächlich, Oberfläche, Fläche, Oberflächen
επιφανειακός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
superficiel, extérieur, simpliste, plat, surface, la surface, surface de, face, surfaces
επιφανειακός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superficiale, superficie, superficie di, di superficie, superfici
επιφανειακός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baixo, superfície, de superfície, superfície de, superficial, superf�ie
επιφανειακός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vluchtig, oppervlakkig, ondiep, licht, oppervlak, oppervlakte, ondergrond, het oppervlak, vlak
επιφανειακός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
необстоятельный, наносной, развлекательный, поверхностный, неглубокий, аллювиальный, внешний, поверхность, поверхности, поверхностью, поверхностного, поверхностных
επιφανειακός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overfladisk, overflaten, overflate, flate
επιφανειακός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yta, ytan, underlag
επιφανειακός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vähäpätöinen, pintapuolinen, pinnallinen, pinta, pinnan, pinnalle, pinnalla
επιφανειακός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, overflade, overfladen, flade, overfladevand
επιφανειακός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povrchový, vnějškový, mělký, zběžný, povrch, plocha, povrchu, povrchové, povrchová
επιφανειακός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powierzchniowy, powierzchowny, płytki, pobieżny, powierzchnia, nawierzchnia, powierzchni, powierzchnię, powierzchnią
επιφανειακός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felületi, felszín, felület, felszíni, felülete
επιφανειακός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstünkörü, yüzeysel, yüzey, yüzeyi, yüzeye, yüzeyinin, bir yüzey
επιφανειακός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алювіальний, неглибокий, зовнішній, поверхнева, поверхню, поверхня, поверхні
επιφανειακός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sipërfaqe, sipërfaqja, sipërfaqe të, sipërfaqes, sipërfaqen
επιφανειακός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
повърхност, повърхностен, повърхностно, повърхностна, повърхностните
επιφανειακός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паверхню, паверхня
επιφανειακός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pindmine, pinnapealne, pealiskaudne, pind, pinna, pinnale, pinnal, pinda
επιφανειακός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plitak, površan, površinski, površina, površine, površinu, površini
επιφανειακός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirborð, Surface, yfirborði, yfirborðið, yfirborðinu
επιφανειακός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paviršius, paviršiaus, paviršių, paviršinio, paviršiumi
επιφανειακός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsma, virsmas, virsmu, virszemes, virsmai
επιφανειακός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
површината, површина, површински, површинските, површинска
επιφανειακός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
superficial, suprafață, suprafata, de suprafață, suprafața, suprafeței
επιφανειακός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
površina, površine, površinske, površinska, površino
επιφανειακός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povrchní, povrch, Plocha, povrchu