Võsuke στα ελληνικά

Μετάφραση: võsuke, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόνος, μπόλι
Võsuke στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alistus στα ελληνικά - υπεξουσιότητα, υποταγή, υποβολή, υποταγής, την υποταγή, η υπαγωγή
  • alveolaar στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
  • arupärimine στα ελληνικά - ζητώντας, καλώντας, καλεί, κλήση, ζητούν
  • müts στα ελληνικά - καπέλο, τραγιάσκα, πίλος, σκούφος, θήκη, το καπέλο, καπέλων, ...
Τυχαίες λέξεις
Võsuke στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόνος, μπόλι