Varem στα ελληνικά

Μετάφραση: varem, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμενα, άλλοτε, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
Varem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ammendumine στα ελληνικά - εξάντληση, Ανάλωση, Όρια, αναλώσεως, την εξάντληση
  • barett στα ελληνικά - μπερές, μπερέ, beret, σκούφο, σκούφος
  • humoorikas στα ελληνικά - κωμικός, χιουμοριστική, Χιουμοριστικό, Χιουμοριστικά, Χιουμοριστικές
  • inimrööv στα ελληνικά - απαγωγή, αρπαγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
Τυχαίες λέξεις
Varem στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμενα, άλλοτε, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη