Volitatud στα ελληνικά

Μετάφραση: volitatud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλληλος, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Volitatud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akumuleeruma στα ελληνικά - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
  • konsolideerumine στα ελληνικά - εδραίωση, ενοποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης, εξυγίανση
  • meeleheide στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απογοήτευση, απόγνωσης
  • mitu στα ελληνικά - αρκετοί, αρκετές, διάφοροι, πολλές, διάφορες, πολλά
Τυχαίες λέξεις
Volitatud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλληλος, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί