Λέξη: ανακριτικός
Σχετικές λέξεις: ανακριτικός
ανακριτικός υπάλληλος
Μεταφράσεις: ανακριτικός
ανακριτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interrogatory, inquisitorial
ανακριτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial, inquisitivo, inquisitorio, inquisitoriales, inquisidor
ανακριτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fragenden, inquisitorisch, inquisitorischen, Inquisitions, inquisitorische, Inquisition
ανακριτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enquête, interrogatoire, interrogateur, inquisitorial, inquisitoire, inquisitoriale, inquisiteur, inquisition
ανακριτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inquisitorio, inquisitoriale, inquisitoria, inquisitore, inquisitorial
ανακριτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial, inquisitório, inquisitivo, inquisitória, inquisidor
ανακριτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoekend, onderzoekings-, inquisitorial, inquisitoriaal, inquisitorische
ανακριτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вопросительный, вопрос, допрос, инквизиционный, следственной, инквизиторский, следственная, инквизиторская
ανακριτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial
ανακριτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial, inkvisitoriska, inkvisitoriskt, inkvisitorisk, inkvisitions
ανακριτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkintapuolen, inkvisitoriseen, inkvisiittorimainen, inkvisition
ανακριτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inkvisitorisk, inkvisitoriske, hvilken inkvisitorisk, inkvisitionsprincip
ανακριτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výslech, inkvizitorský, vyšetřovací, inkviziční, vyšetřovatelský, inkvizičního
ανακριτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
indagacja, przesłuchiwanie, przesłuchanie, śledztwo, inkwizytorski, inkwizycyjna, Inkwizycji
ανακριτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inkvizitorikus, Inkvizítori, inkvizitórius, inkvizíciós, fürkésző
ανακριτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soruşturma, sorgulayıcı, meraklı, soruşturma ile ilgili, soruşturma ile
ανακριτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запитувачі, інквізиційний, інквізіціонний
ανακριτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inkuizicioni, kureshtar, hetimor
ανακριτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инквизиторски, жестоки, досадно любопитен, инквизиционен, нахално любопитен
ανακριτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інквізіцыйных, інквізіцыйныя
ανακριτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uurimisfunktsioonist, inkvisiitorlike, uuriv, inkvisiitorlikke, uurimisele
ανακριτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istražni, inkvizitorni, inkvizicioni, mesu, pretjerano radoznao
ανακριτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial
ανακριτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inkvizicinis, Inkvizitora, Inkwizytorski, Ziņkārīgs, Inkvizīcijas
ανακριτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inkvizitora, inkvizīcijas, ziņkārīgs, publiskās apsūdzības, apsūdzības princips
ανακριτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инквизиторски
ανακριτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inchizitorial, inchizitoriale, inchizitorială, inchizi-, inchizițional
ανακριτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Preiskovalni
ανακριτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dotazník, inkvizítorský
Τυχαίες λέξεις