Úrval στα ελληνικά

Μετάφραση: úrval, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιλογή, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή
Úrval στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • úr στα ελληνικά - από, από την, από το, από τις, από τη
  • úrkoma στα ελληνικά - κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
  • út στα ελληνικά - έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
  • útflutningur στα ελληνικά - εξάγω, εξαγωγή, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Úrval στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιλογή, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή