Þagmælska στα ελληνικά

Μετάφραση: þagmælska, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφυλακτικότητα, ολιγολογία, διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
Þagmælska στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ýmis στα ελληνικά - διαφορετικός, διάφορα, διάφορες, διαφόρων, διάφορους, διάφοροι
  • ýta στα ελληνικά - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
  • þak στα ελληνικά - οροφή, ταράτσα, σκεπή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
  • þakka στα ελληνικά - ευχαριστώ, ευχαριστίες, χάρη, γκολ
Τυχαίες λέξεις
Þagmælska στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφυλακτικότητα, ολιγολογία, διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική