Λέξη: εμπόδιο
Σχετικές λέξεις: εμπόδιο
εμπόδιο στο λαιμό, σκόπελος εμπόδιο, εμπόδιο στα αγγλικά, εμποδιο συνώνυμα, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, εμπόδιο συνώνυμο
Συνώνυμα: εμπόδιο
κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, πολυκατοικία, βάθρο, αναποδιά, γάντζος, θηλειά, κόμβος, εμποδιά δρόμου, φράγμα αγώνος, φράγμα, φραγμός, δίκτυο, μειονέκτημα, δρόμος με εμπόδεια, πρόσκομμα, κώλυμα, ενοχλητική επιβολή, επιβάρυνση, βάρος, παρεμπόδιση
Μεταφράσεις: εμπόδιο
εμπόδιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hindrance, barrier, obstacle, hurdle, obstruction, impediment
εμπόδιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obstáculo, barrera, estorbo, obstrucción, barrera de, de barrera, la barrera
εμπόδιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absperrung, störung, barriere, sperre, grenzschicht, verhinderung, verwehrung, schwelle, absperrvorrichtung, hindernis, Barriere, Schranke, Sperre, Hindernis
εμπόδιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encombre, dérangement, embarras, achoppement, entrave, obstacle, portillon, arrêt, traverse, barre, haie, anicroche, barrage, accroc, empêchement, barrière, barrière de, barrières
εμπόδιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barriera, sbarra, blocco, ostacolo, barriere, barriera di, di barriera
εμπόδιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barreira, barreira de, de barreira, obstáculo, barreiras
εμπόδιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heining, hek, slagboom, barrière, storing, versperring, afsluiting, beletsel, Barrier, belemmering
εμπόδιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помеха, шлагбаум, преграда, препятствие, заслон, барьер, заграждение, ограждение, застава, рогатка, перегородка, заграждать, барьера, барьером, препятствием, барьерный
εμπόδιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barriere, hindring, barrieren
εμπόδιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hinder, barriär, barriären, spärr
εμπόδιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haitta, aita, este, häirintä, kanki, häiriö, vaiva, sulku, esteen, esteenä, estettä, esteitä
εμπόδιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hindring, afspærring, barriere, barrieren, hindringer
εμπόδιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překážka, bariéra, hranice, přehrada, zábrana, hrazení, přepážka, překážkou, bariérou, bariéru
εμπόδιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawada, bramka, przegródka, zapora, przeszkoda, utrudnienie, utrudnianie, bariera, rogatka, przegroda, przeszkadzanie, zagrodzenie, szlaban, barierę, bariery
εμπόδιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggátlás, akadály, sorompó, korlát, akadályt, gát
εμπόδιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli
εμπόδιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завада, перешкода, бар'єр, перепона, бар`єр
εμπόδιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pengesë, pengesa, barrierë, barriera, pengesë e
εμπόδιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
препятствие, бариера, преграда, пречка, бариерен, бариери
εμπόδιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлагбаум, бар'ер, барер
εμπόδιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
barjäär, piire, tõke, takistus, barjääri, takistuseks
εμπόδιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ekran, prepona, prepreka, barikada, smetnja, zapreka, prepreku, granica, barijera, barijeru, barijere
εμπόδιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hindrun, hindrun í vegi, vegi, erfiðleikar, erfiðleikar við
εμπόδιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
impedimentum
εμπόδιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliuvinys, užtvara, barjeras, kliūtis, kliūtimi, kliūčių, barjero
εμπόδιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nožogojums, barjera, šķērslis, barjeru, barjeras, šķērsli
εμπόδιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пречка, бариера, бариерата, бариери, ѕидот
εμπόδιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obstacol, barieră, bariera, bariere, de barieră
εμπόδιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregraja, pregrada, ovira, oviro, pregrade, pregradna
εμπόδιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zábrana, bariéra, bariéry, bariéru, prekážka
Τυχαίες λέξεις