Þekking στα ελληνικά

Μετάφραση: þekking, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
Þekking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • þegjandi στα ελληνικά - σιωπηλός, σιωπηρός, σιωπηρή, σιωπηρής, σιωπηρού, τη σιωπηρή
  • þeirra στα ελληνικά - τους, του, των, αυτών
  • þekkja στα ελληνικά - γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
  • þenja στα ελληνικά - τεζάρω, εκτείνομαι, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Þekking στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης