Þoka στα ελληνικά
Μετάφραση: þoka, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομίχλη, ομίχλης, ομίχλης που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- þjónn στα ελληνικά - υπηρέτης, υπηρέτρια, τραπεζοκόμος, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
- þjóð στα ελληνικά - κόσμος, άνθρωποι, άνθρωπος, έθνος, έθνους, κράτους, χώρα, ...
- þol στα ελληνικά - ανοχή, ανεκτικότητα, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
- þora στα ελληνικά - τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
Τυχαίες λέξεις
Þoka στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομίχλη, ομίχλης, ομίχλης που
Μεταφράσεις: ομίχλη, ομίχλης, ομίχλης που