Byggð στα ελληνικά
Μετάφραση: byggð, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικισμός, με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- byggingameistari στα ελληνικά - κτίστης, χτίστης, οικοδόμος, οικοδόμοι, κατασκευαστές, οικοδόμους, τους κατασκευαστές, ...
- byggja στα ελληνικά - κατοικώ, κανονίζω, χτίζω, μπόι, ανάστημα, εγκαθίσταμαι, κορμοστασιά, ...
- bylgja στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
- bylting στα ελληνικά - επανάσταση, ανακάλυψη, επίτευγμα, επαναστατική, σημαντική ανακάλυψη
Τυχαίες λέξεις
Byggð στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικισμός, με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται
Μεταφράσεις: οικισμός, με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται