Λέξη: αεροπλάνο

Σχετικές λέξεις: αεροπλάνο

αεροπλάνο προσγειώθηκε 35 χρόνια μετά την εξαφάνιση του, αεροπλάνο malaysia airlines, αεροπλάνο malaysia, αεροπλάνο μαλαισιανών αερογραμμών, αεροπλάνο μαλαισίας, αεροπλάνο εξαφανίστηκε, αεροπλάνο μαλαισία, αεροπλάνο ονειροκρίτης, αεροπλάνο ήλιος, αεροπλάνο που χάθηκε

Συνώνυμα: αεροπλάνο

επίπεδο, πλάνη, ροκάνη, πλάτανος

Μεταφράσεις: αεροπλάνο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aeroplane, plane, airplane, aircraft, an airplane, air
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avión, aeroplano, plano, de avión, plano de, avión de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flugzeug, Flugzeug, Ebene, dem Flugzeug
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avion, aéroplane, plan, plan de, plane, niveau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
velivolo, aeroplano, piano, aereo, piano di, livello
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avião, plano, de avião, plano de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vliegmachine, vliegtuig, vlak, schaaf, het vliegtuig, plane
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самолёт, авианосец, самолет, плоскость, плоскости, самолета, плоскостью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fly, flyet, plan, planet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flygplan, plan, planet, plan som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lentokone, kone, tasossa, tason, taso, tasoon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flyvemaskine, fly, plan, planet, plane, flyet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
letoun, aeroplán, letadlo, rovina, roviny, rovinou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
samolot, płaszczyzna, powierzchnia, płaszczyzny, plane
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sík, síkban, repülőgép, síkon, síkja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzlem, uçak, düzlemi, uçağı, çınar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
літак, аероплан
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aeroplan, avioni, aeroplani, avioni i, aeroplani i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самолет, равнина, равнината, самолета
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самалёт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lennuk, lennukiga, tasapind, tasapinna, tasapinnal
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
avionom, avion, zrakoplov, ravnina, ravnine
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flugvél, plan, planið, flugvélin, flatar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lėktuvas, plokštuma, plokštumos, plokštumoje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lidmašīna, plakne, plaknes, plakni
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авион, авионот, рамнина, авионска, рамнината
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avion, plan, planul, avionul, de avion
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plane, letalo, ravnina, ploskev, ravnino
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rovina, rovinu

Στατιστικά δημοτικότητας: αεροπλάνο

Τυχαίες λέξεις