Einkasala στα ελληνικά
Μετάφραση: einkasala, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπώλια, μονοπωλίων, τα μονοπώλια, των μονοπωλίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eining στα ελληνικά - μονάδα, ενότητα, αρμονία, μονάδας, συσκευή, μονάδος
- einkaleyfi στα ελληνικά - ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- einkenna στα ελληνικά - συμπτώματα, συμπτωμάτων, τα συμπτώματα, συμπτώματα που, των συμπτωμάτων
- einkenni στα ελληνικά - σημαίνω, βαθμός, σημειώνω, χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά που, ...
Τυχαίες λέξεις
Einkasala στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπώλια, μονοπωλίων, τα μονοπώλια, των μονοπωλίων
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπώλια, μονοπωλίων, τα μονοπώλια, των μονοπωλίων