Μονοπώλιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einokun, einkasala, einkaréttur, einkarétt, að einkaréttur, einokunaraðstöðu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μονοπώλιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα ισλανδικά - slóð, braut, gata, Slóðin, leið, hlaupastígur, gangstígur
- μονοπάτια στα ισλανδικά - slóðir, ferlar, slóð
- μοντέλο στα ισλανδικά - afbragð, líkan, fyrirmynd, líkanið, gerð, módel
- μοντέρνος στα ισλανδικά - nútíðar-, nútíma, nútímalegt, nútímaleg, nútímalega, nútímans
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einokun, einkasala, einkaréttur, einkarétt, að einkaréttur, einokunaraðstöðu
Μεταφράσεις: einokun, einkasala, einkaréttur, einkarétt, að einkaréttur, einokunaraðstöðu