Il στα ελληνικά

Μετάφραση: il, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλώσσα, πέλμα, Ιί, της IL, ΙΙ_, ιλ
Il στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • húðskamma στα ελληνικά - λοιδορία, κατάχρηση, καταχρώμαι, βρίζω
  • hýsa στα ελληνικά - σφηνώνω, καταλύω, οίκος, φιλοξενία, φιλοξενίας, hosting, φιλοξενώντας, ...
  • illa στα ελληνικά - κακά, άσχημα, ανεπαρκώς, κακώς, φτωχά, ελάχιστα, κακή
  • illdeilur στα ελληνικά - καυγάς, φιλονικία, καυγαδίζω, διαπληκτίζομαι, διχόνοια, έριδος, ασυμφωνία, ...
Τυχαίες λέξεις
Il στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλώσσα, πέλμα, Ιί, της IL, ΙΙ_, ιλ