Γλώσσα στα ισλανδικά
Μετάφραση: γλώσσα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
il, mál, tungumál, Language, tungumáli, tungumálið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλώσσα
γλώσσα στο φούρνο, γλώσσα στ δημοτικού, γλώσσα c, γλώσσα γ δημοτικού, γλώσσα γ γυμν, γλώσσα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γλώσσα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γλύπτης στα ισλανδικά - myndhöggvari, myndhöggvarinn, myndhöggvara, myndhöggvarans, myndhöggvarann Sólveigu Baldursdóttur
- γλύφω στα ισλανδικά - Glyph
- γνέθω στα ισλανδικά - snúningur, snúast, snúning, Spin, snúðu
- γνέφω στα ισλανδικά - hreyfing, benda, beckon
Τυχαίες λέξεις
Γλώσσα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: il, mál, tungumál, Language, tungumáli, tungumálið
Μεταφράσεις: il, mál, tungumál, Language, tungumáli, tungumálið