Mása στα ελληνικά
Μετάφραση: mása, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαχανιάζω, έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- málefni στα ελληνικά - αντικείμενο, ύλη, θέμα, νοιάζομαι, υπόθεση, υποκείμενο, υπήκοος, ...
- mánuður στα ελληνικά - μήνας, Μήνα, μηνός, το μήνα, μήνα που
- máti στα ελληνικά - τρόπος, λειτουργία, κατάσταση, λειτουργίας, τρόπο λειτουργίας
- máttur στα ελληνικά - μπορούσα, δύναμη, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ
Τυχαίες λέξεις
Mása στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαχανιάζω, έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή
Μεταφράσεις: λαχανιάζω, έμπορος λιανικής, λιανοπωλητή, λιανοπωλητής, λιανικής πώλησης, πωλητή