Móða στα ελληνικά
Μετάφραση: móða, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταχνιά, αχλή, θολούρα, Blur, θόλωσης, Θαμπάδα, Θάμπωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mótgangur στα ελληνικά - Μονά, Odd, Μονός, αριθμός Mονός αριθμός, Mονός αριθμός
- móti στα ελληνικά - εναντίον, προς, κατά, έναντι, κατά της, από
- móðir στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
- móðursystir στα ελληνικά - θεία, αδελφή, αδερφή, την αδελφή, η αδελφή, αδελφής
Τυχαίες λέξεις
Móða στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταχνιά, αχλή, θολούρα, Blur, θόλωσης, Θαμπάδα, Θάμπωμα
Μεταφράσεις: καταχνιά, αχλή, θολούρα, Blur, θόλωσης, Θαμπάδα, Θάμπωμα