Móti στα ελληνικά

Μετάφραση: móti, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναντίον, προς, κατά, έναντι, κατά της, από
Móti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mótdrægur στα ελληνικά - ευμενής, ευνοϊκός, κατά της ιδέας, ενάντια στην ιδέα, εναντίον της ιδέας, αντιτίθεται στην ιδέα, αντίθετος στην ιδέα
  • mótgangur στα ελληνικά - Μονά, Odd, Μονός, αριθμός Mονός αριθμός, Mονός αριθμός
  • móða στα ελληνικά - καταχνιά, αχλή, θολούρα, Blur, θόλωσης, Θαμπάδα, Θάμπωμα
  • móðir στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Τυχαίες λέξεις
Móti στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναντίον, προς, κατά, έναντι, κατά της, από