Mont στα ελληνικά

Μετάφραση: mont, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ματαιοδοξία, φιλαυτία, αλαζονεία, έπαρση, ματαιότητα, κενοδοξία, μπορεί να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται, μπορεί να υπερηφανεύεται για, να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται για
Mont στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mjólk στα ελληνικά - αρμέγω, γάλα, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
  • mjög στα ελληνικά - πολύς, πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, εξαιρετικά, ακριβώς
  • montandi στα ελληνικά - επαίρεται, καυχάται, προσφέροντας, καυχάται για
  • morgunn στα ελληνικά - πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
Τυχαίες λέξεις
Mont στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ματαιοδοξία, φιλαυτία, αλαζονεία, έπαρση, ματαιότητα, κενοδοξία, μπορεί να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται, μπορεί να υπερηφανεύεται για, να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται για