Ματαιότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ματαιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mont, gagnsleysi, uselessness
Ματαιότητα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ματαιότητα

ματαιότητα συνώνυμα, ματαιότητα ετυμολογία, ματαιότητα ορισμός, ματαιότητα συνώνυμο, ματαιότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ματαιότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ματαιοδοξία στα ισλανδικά - mont, hégóma, hégómi, er hégómi, Vanity, var hégómi
  • ματαιόδοξος στα ισλανδικά - ofmetnast, þykjast vitur, ofmetnist, ofmetnist ekki
  • ματαιώνω στα ισλανδικά - þófta, hætta, hætta við, að hætta, ensku, fá ensku
  • ματιά στα ισλανδικά - bjarmi, leita, líta, að líta, útlit, horfa
Τυχαίες λέξεις
Ματαιότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mont, gagnsleysi, uselessness