Nál στα ελληνικά

Μετάφραση: nál, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας
Nál στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nákvæmni στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
  • nákvæmur στα ελληνικά - εξονυχιστικός, συγκεκριμένος, λεπτομερής, ακριβολόγος, ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ...
  • nálgast στα ελληνικά - προσεγγίζω, προσέγγιση, πλησιάζω, μέθοδος, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
Τυχαίες λέξεις
Nál στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας