Réttlæti στα ελληνικά

Μετάφραση: réttlæti, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, τη δικαιοσύνη
Réttlæti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rétta στα ελληνικά - προσαρμόζω, ρυθμίζω, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
  • réttlátur στα ελληνικά - δίκαιος, μόλις, απλώς, μόνο, ακριβώς, απλά
  • réttur στα ελληνικά - δεξιός, πιάτο, δικαίωμα, σωστός, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, ...
  • ríki στα ελληνικά - βασίλειο, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, μέλος, μέλους
Τυχαίες λέξεις
Réttlæti στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, τη δικαιοσύνη