Ró στα ελληνικά

Μετάφραση: ró, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμίας, την ηρεμία, ησυχία
Ró στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rím στα ελληνικά - ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
  • ríða στα ελληνικά - βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
  • rógur στα ελληνικά - δυσφημώ, Rogut
  • rós στα ελληνικά - τριαντάφυλλο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, αύξηση
Τυχαίες λέξεις
Ró στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμίας, την ηρεμία, ησυχία