Tík στα ελληνικά
Μετάφραση: tík, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tækifæri στα ελληνικά - ευκαιρία, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα, ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, ...
- tékki στα ελληνικά - επιταγή, Τσέχος, Τσεχική, Τσεχικής, Τσεχίας, Τσεχία
- tími στα ελληνικά - ώρα, χρόνος, φορά, χρόνο, χρόνου
- tíu στα ελληνικά - δέκα, φροντίζω, από δέκα, δεκάδα
Τυχαίες λέξεις
Tík στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα
Μεταφράσεις: σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα