Acólito στα ελληνικά

Μετάφραση: acólito, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
Acólito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acético στα ελληνικά - οξικός, οξικό, οξικού, οξεικό, οξεικού
  • acídulo στα ελληνικά - υπόξινος, υπόξυνος, υπόξινοι, ελαφρώς όξινη, όξινη, υπόξινη
  • acústica στα ελληνικά - ακουστική, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
  • acústico στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
Τυχαίες λέξεις
Acólito στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως