Acaecimiento στα ελληνικά

Μετάφραση: acaecimiento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, γεγονός, άθλημα, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση
Acaecimiento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • académico στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
  • acaecer στα ελληνικά - διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
  • acallar στα ελληνικά - σωπαίνω, σιωπή, σιγή, σιωπής, τη σιωπή, η σιωπή
  • acampada στα ελληνικά - κατασκήνωση, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
Τυχαίες λέξεις
Acaecimiento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, γεγονός, άθλημα, συμβάν, εμφάνιση, εμφάνισης, επέλευση