Alto στα ελληνικά
Μετάφραση: alto, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχηρός, υπερόπτης, ψηλός, βροντερός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Μεταφράσεις
- altivez στα ελληνικά - έπαρση, αλαζονεία, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη
- altivo στα ελληνικά - υπεροπτικός, αλαζονικός, υπερόπτης, αλαζόνας, αγέρωχος, υπεροπτική, υπεροπτικό, ...
- altoparlante στα ελληνικά - μεγάφωνο, ηχείο, μεγαφώνου, ηχείων, ηχείου
- altruismo στα ελληνικά - φιλαλληλία, αλτρουϊσμός, αλτρουισμό, αλτρουισμός, αλτρουισμού
Τυχαίες λέξεις
Alto στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχηρός, υπερόπτης, ψηλός, βροντερός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
Μεταφράσεις: ηχηρός, υπερόπτης, ψηλός, βροντερός, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό