Ancho στα ελληνικά

Μετάφραση: ancho, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαρδύς, ευρύς, φάρδος, πλατύς, άφθονος, αρκετός, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Ancho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anca στα ελληνικά - πυγή, ισχίο, γλουτός, γόφος, μήρος, Haunch
  • ancestral στα ελληνικά - πατρογονικός, προγονικός, προγονική, προγονικό, των προγόνων, προγονικές
  • anchoa στα ελληνικά - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
  • anchura στα ελληνικά - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Τυχαίες λέξεις
Ancho στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαρδύς, ευρύς, φάρδος, πλατύς, άφθονος, αρκετός, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους