Λέξη: ανεμοδαρμένος

Σχετικές λέξεις: ανεμοδαρμένος

ανεμοδαρμένοσ αγγλικα

Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος

ανεμοδαρμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bleak, windswept, weather beaten, adrift, the windswept, storm beaten

ανεμοδαρμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frío, desierto, yermo, azotado por el viento, azotada por el viento, windswept, barrida por el viento, barrido por el viento

ανεμοδαρμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
laube, kahl, aussichtslos, hoffnungslos, öde, zerzaust, windswept, windgepeitschten, windigen, windgepeitschte

ανεμοδαρμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
morne, austère, désagréable, able, pelée, désert, attristant, désolé, sombre, lugubre, glacial, venteux, balayé par le vent, balayée par le vent, balayées par le vent, balayée par les vents

ανεμοδαρμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spazzato dal vento, windswept, spazzate dal vento, ventoso, dal vento

ανεμοδαρμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frio, varrida pelo vento, varrido pelo vento, vento, windswept, ventosa

ανεμοδαρμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onaangenaam, naar, akelig, verwaaid, winderig, winderige, windswept, verwaaide

ανεμοδαρμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесцветный, горестный, приоткрытый, пустынный, неуютный, открытый, прискорбный, холодный, безрадостный, мрачный, печальный, неприветливый, унылый, открытый всем ветрам, Гонимые ветром, Виндсвепт, всем ветрам, Windswept

ανεμοδαρμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kald, forblåste, forblåst, windswept, vindblåste

ανεμοδαρμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vindpinad, Windswept, vindpinade, och vindpinad, Rufsig

ανεμοδαρμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synkkä, valju, ankea, salakka, kalsea, paljas, tuulisia, tuulenriepottamista, tuultenpyyhkimällä, windswept, muodostuu tuulenriepottamista

ανεμοδαρμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mørk, kold, forblæste, forblæst, vindomsuste, vindblæste, vindblæst

ανεμοδαρμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smutný, ponurý, pustý, bělice, mrazivý, rozcuchaný, návětrné, větrném

ανεμοδαρμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewesoły, smutny, pustynny, ponury, zimny, smagane wiatrem, na wiatr, potargany, windswept

ανεμοδαρμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kopár, széljárta, szeles, szélfútta, a szélfútta, szelesek

ανεμοδαρμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darmadağınık, rüzgârlı, rüzgarlı, windswept, rüzgâra açık

ανεμοδαρμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відімкнений, холодна, зимний, безбарвний, відкритий, відкрите, відкрита, є відкритий

ανεμοδαρμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrahur nga era

ανεμοδαρμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ветровитата, ветровита, ветровитите, ветровития, брулена от вятъра

ανεμοδαρμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыты ўсім

ανεμοδαρμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõle, nurg, lage, tuuline, tuulest räsitud, tuules lendavad

ανεμοδαρμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pust, turoban, ogoljen, hladan, vjetrovit, izložen vjetru

ανεμοδαρμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
windswept

ανεμοδαρμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsaugota nuo vėjo, Atviras visiems vėjo, Nėra apsaugota nuo vėjo

ανεμοδαρμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
windswept

ανεμοδαρμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
windswept

ανεμοδαρμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
windswept, batut de vanturi, maturate de vant, maturate

ανεμοδαρμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
windswept

ανεμοδαρμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neradostný, strapatý, rozstrapatený, rozcuchaný, rozcuchanými
Τυχαίες λέξεις