Clero στα ελληνικά
Μετάφραση: clero, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cleptómano στα ελληνικά - κλεπτομανής, κλεπτομανίας, Οι Κλεπτομανείς, Κλεπτομανείς
- clericalismo στα ελληνικά - παπαδοκρατία, κληρικοκρατία, κληρικαλισμό, κληρικαλισμός, κληρικοφροσύνη
- cliente στα ελληνικά - αγοραστής, μουστερής, πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, του πελάτη
- clientela στα ελληνικά - πελατεία, πελατολόγιο, πελατείας, πελάτες, πελατών
Τυχαίες λέξεις
Clero στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Μεταφράσεις: ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί